γρυ

γρυ
το άκλ. хрюканье (звук);

§ δεν ξέρει ( — или καταλαβαίνει) γρυ — он ничего не знает (не понимает);

δεν έβγαλε γρυ — он не сказал ни слова


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γρυ" в других словарях:

  • γρῦ — a syllable indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν …   Dictionary of Greek

  • γρυ — βλ. γρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρυπῶν — γρῡπῶν , γρύψ griffin masc gen pl γρυπή vulture s nests fem gen pl γρῡπῶν , γρυπός hook nosed fem gen pl γρῡπῶν , γρυπός hook nosed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλίζει — γρῡλίζει , γρυλίζω grunt pres ind mp 2nd sg γρῡλίζει , γρυλίζω grunt pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλίζοντα — γρῡλίζοντα , γρυλίζω grunt pres part act neut nom/voc/acc pl γρῡλίζοντα , γρυλίζω grunt pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυπόν — γρῡπόν , γρυπός hook nosed masc acc sg γρῡπόν , γρυπός hook nosed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυπός — γρῡπός , γρύψ griffin masc gen sg γρῡπός , γρυπός hook nosed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυπότατον — γρῡπότατον , γρυπός hook nosed masc acc superl sg γρῡπότατον , γρυπός hook nosed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρύτα — γρύ̱τᾱ , γρῦτα woman s dressing case fem nom/voc/acc dual γρύ̱τᾱ , γρῦτα woman s dressing case fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλιζούσης — γρῡλιζούσης , γρυλίζω grunt pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»